μελανόστερφος

μελανόστερφος
μελᾰνό-στερφος, ον,
A black-skinned, A.Fr.370 (μελαστ- cod. L, fort. μελανστ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελανόστερφος — μελανόστερφος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στέρφος «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • μελανοστέρφων — μελανόστερφος black skinned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”